ἰού — hallo! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοῦ — ἰ̱οῦ , ἰάομαι j imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ἰάομαι j pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) ἰ̱οῦ , ἰόομαι become imperf ind mp 2nd sg ἰόομαι become pres imperat mp 2nd sg ἰόομαι become imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἰός 1… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰοῦ — Ἰώ the moon fem acc dual Ἰώ the moon fem nom/voc/acc dual Ἰώ the moon fem voc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴου — Ἴης masc gen sg Ἴος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴου — ἴον violet neut gen sg ἴ̱ου , ἰόω become imperf ind act 3rd sg ἰόω become pres imperat act 2nd sg ἰόω become imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… … Dictionary of Greek
αργού ιού, νόσος του- — Ομάδα ασθενειών, που εκδηλώνεται μετά από μήνες ή και χρόνια από την προσβολή από έναν ιό … Dictionary of Greek
πλύνιον — ίου, τὸ, Α [πλυνός] υποκορ. τού πλυνός … Dictionary of Greek
στλεγγίδιον — ίου, τὸ, Α [στλεγγίς, ίδος] υποκορ. μικρή στλεγγίδα … Dictionary of Greek
Ἰούστου — Ἰού̱στου , Ἰοῦστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)